νυκτοφυλακώ

νυκτοφυλακώ
νυκτοφυλακῶ, -έω (Α) [νυκτοφύλαξ]
1. (ιδίως για στρατ.) φρουρώ κατά τη νύχτα
2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ νυκτοφυλακῶν
ο νυκτέπαρχος*, ο νυκτοστράτηγος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”